τραβατζάρω

τραβατζάρω
και τραβετζάρω Ν
(διαλ. τ.) (σχετικά με υγρό) μεταγγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. travasare «μεταγγίζω υγρό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραβατζάρισμα — το, Ν [τραβατζάρω / τραβετζάρω] (διαλ. τ.) (σχετικά με υγρό) μετάγγιση …   Dictionary of Greek

  • τραβετζάρω — Ν βλ. τραβατζάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”